πορτογαλιστί

πορτογαλιστί
Ν
επίρρ. κατά τον τρόπο τών Πορτογάλων, πορτογαλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πορτογαλία + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. γαλλ-ιστί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”